- ἐνοικήσιμος
- ἐνοικ-ήσιμος, ον,A habitable, Sch.S.OC27.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενοικήσιμος — ἐνοικήσιμος, ον (Α) [ενοικώ] ο κατάλληλος για κατοικία, κατοικήσιμος … Dictionary of Greek
ἐνοικήσιμος — habitable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)